- αυτοθιγενής
- -έςαυτός που προέρχεται από το σημείο ακριβώς στο οποίο παρουσιάζεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερη λόγια σύνθετη λ. < αυτόθι + -γενής < γένος < γίγνομαι («αυτοθιγενείς σεισμοί»)πρβλ. αυθιγενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.